- κολάσ'
- κολά̱σᾱͅ , κολάζωcheckfut part act fem dat sg (doric)κολάσαι , κολάζωcheckaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μολπάστρια — μολπάστρια, ἡ (Α) θηλ. τού μολπαστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. θ. μολπασ τού μολπάζω + κατάλ. τρια (πρβλ. κολάσ τρια)] … Dictionary of Greek
ξεστήρας — ο (Μ ξεστήρ) εργαλείο για ξύσιμο και για λείανση, η ξύστρα, το ξυστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ τού ξέω, πρβλ. αόρ. ἔ ξεσ α + κατάλ. τήρ(ας), πρβλ. κολασ τήρ, ξυσ τήρ] … Dictionary of Greek
ονομαστήρια — ὀνομαστήρια, τὰ (Α) επέτειος τής ημέρας κατά την οποία πήρε κάποιος το όνομά του. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. τού αμάρτυρου επιθ. *ὀνομαστήριος (< ὀνομάζω + επίθημα τήριος, πρβλ. κολασ τήριος)] … Dictionary of Greek
πειστήρ — (I) ὁ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) «ὑπήκοος». [ΕΤΥΜΟΛ. < πείθω + επίθημα τήρ (πρβλ. κολασ τήρ)]. (II) ὁ, Α σχοινί, καραβόσκοινο, παλαμάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. πείσμα (ΙΙ)] … Dictionary of Greek
συνδρήστειρα — ἡ, Α ιων. τ. συνεργός, βοηθός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. αντί *συνδράστειρα < συνδρῶ (πρβλ. αόρ. συν έ δρασ α) + επίθημα τειρα (πρβλ. κολάσ τειρα)] … Dictionary of Greek
υποβαστακτήρ — ῆρος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που υποβαστάζει, το έρεισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποβαστάζω + επίθημα τήρ (πρβλ. κολασ τήρ)] … Dictionary of Greek